παραγκώμι

παραγκώμι
το
παρατσούκλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών λ. παρ-ωνύμιο «παρατσούκλι» + εγκώμιο, κατ' ευφημισμόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραγκώμι — το παρατσούκλι, παρανόμι, παράνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγόρευμα — το [αναγορεύω] χλευαστική προσωνυμία, βρισιά, παρατσούκλι «δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη τού έρριπτον κατάμουτρα» (Παπαδιαμ. Α. 240) …   Dictionary of Greek

  • παρανόμι — το ιού, παρατσούκλι, παραγκώμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρατσούκλι — το ιού, πειραχτικό ονομάτισμα, παρανόμι, παραγκώμι: Δημητρό τόνε λένε, μα το παρατσούκλι του είναι Αμπελουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”